- ἱερῖτις
- ἱερ-ῖτις, ιδος, ἡ,= ἱκέτις, A.Fr.93 ap.Hsch. (-είτην cod., cf. Theognost.Can.45).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερίτις — ἱερῑτις, ιδος, ἡ (Α) [ιερός] η ικέτις, αυτή που έχει ανάγκη καθαρμού … Dictionary of Greek
ἱερῖτιν — ἱερῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερείτις — ἱερεῑτις, ἡ (Α) η ιερίτις* … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek